Πριαμιδῶν

Πριαμιδῶν
Πριαμίδης
priam
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Πριαμίδων — Πριαμίς priam fem gen pl Πριαμικός priam fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατώρυξ — ο, η (Α κατῶρυξ, ώρυχος και κατωρυχής, ές) νεοελλ. το ξύλο στρατιωτικής γέφυρας η οποία μπήγεται στο έδαφος μόλις αρχίσουν οι εργασίες κατασκευής αρχ. 1. αυτός που έχει εξορυχθεί, αυτός που βγήκε από τη γη («ἀγορή... λάεσσι κατωρυχέεσσ ἀραρυῑα»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”